ζωογόνηση

ζωογόνηση
η (AM ζωογόνησις) [ζωογονώ]
νεοελλ.
παροχή ζωής, τόνωση, εμψύχωση, αναζωογόνηση, ζωντάνεμα
αρχ.
γέννηση, παραγωγή έμβιων όντων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζωογόνηση — η 1. ενδυνάμωμα: Ζωογόνηση του πόθου της λευτεριάς. 2. ενθάρρυνση: Ζωογόνηση του ηθικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωογονήσῃ — ζωογονήσηι , ζωογόνησις creation of life fem dat sg (epic) ζωογονέω propagate aor subj mid 2nd sg ζωογονέω propagate aor subj act 3rd sg ζωογονέω propagate fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωογονητικός — ή, ό (Α ζωογονητικός, ή, όν) [ζωογονώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωογόνηση, ζωογόνος, αναζωογονητικός, τονωτικός, εμψυχωτικός, αναπτερωτικός. Επιρρ. ζωογονητικώς με τρόπο ζωογόνο, με ζωογόνηση, εμψυχωτικά, αναπτερωτικά …   Dictionary of Greek

  • εμψύχωση — η (AM ἐμψύχωσις) νεοελλ. 1. ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, αναπτέρωση φρονήματος και θάρρους 2. αναζωογόνηση, τόνωση, ενίσχυση μσν. ζωντάνεμα, επαναφορά στη ζωή αρχ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εμψυχώνω, μετάδοση ζωής, ζωογόνηση …   Dictionary of Greek

  • ζήση — η (AM ζῆσις) [ζω] ζωή, βίος αρχ. ζωογόνηση …   Dictionary of Greek

  • ζωοποίηση — η (Α ζωοποίησις) [ζωοποιώ] η ενέργεια τού ζωοποιώ, ζωογόνηση, εμψύχωση …   Dictionary of Greek

  • ζωοποιία — η (AM ζωοποιία) [ζωοποιός] χορήγηση ζωής, ζωογόνηση, ζωογονία …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • εμψύχωση — η ζωογόνηση, ενθάρρυνση, αναπτέρωση φρονήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωοποίηση — η ζωογόνηση, εμψύχωση, αναζωογόνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”